- ἐγχεικέραυνος
- ἐγχεικέραυνος1 whose spear is the thunderbolt
Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου O. 13.77
ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου O. 13.77
ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εγχεικέραυνος — ἐγχεικέραυνος, ον (Α) αυτός που εκσφενδονίζει κεραυνούς … Dictionary of Greek
ἐγχεικέραυνος — hurling the thunderbolt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχεικέραυνον — ἐγχεικέραυνος hurling the thunderbolt masc/fem acc sg ἐγχεικέραυνος hurling the thunderbolt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχεικεραύνου — ἐγχεικέραυνος hurling the thunderbolt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργικέραυνος — ἀργικέραυνος, ον (Α) (επίθετο του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + κεραυνος < κεραυνός(πρβλ. εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κεραυνεγχής — κεραυνεγχής, ές (Α) εγχεικέραυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. θυρσ εγχής, χρυσ εγχής] … Dictionary of Greek
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek